φραγκεύω

φραγκεύω
Ν [Φράγκος]
1. (μτβ.) προσηλυτίζω κάποιον στον Ρωμαιοκαθολικισμό
2. (αμτβ.) γίνομαι Ρωμαιοκαθολικός αλλάζοντας δόγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φραγκεύω — φράγκεψα 1. μτβ., κάνω κάποιον Φράγκο στο θρήσκευμα, τον προσηλυτίζω στο καθολικό δόγμα. 2. αμτβ., γίνομαι Φράγκος, καθολικός, ασπάζομαι το καθολικό δόγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φράγκεμα — το, Ν [φραγκεύω] η προσχώρηση Ορθοδόξων στον Ρωμαιοκαθολικισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”